σκληρία

σκληρία
η, ΝΑ [σκληρός]
1. η ιδιότητα τού σκληρού, η σκληρότητα
2. ιατρ. κάθε σκλήρυνση ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, σκλήρωμα
αρχ.
1. (ιδίως για το σώμα) σκληράδα, ανθεκτικότητα, δύναμη
2. μτφ. α) αναλγησία, απονιά
β) ισχυρογνωμοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκληρία — σκληρίᾱ , σκληρία hardness fem nom/voc/acc dual σκληρίᾱ , σκληρία hardness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρίᾳ — σκληρίᾱͅ , σκληρία hardness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληριά — η, Ν [σκληρίζω] γοερή κραυγή, τσύρισμα, στριγγλιά …   Dictionary of Greek

  • σκληρίας — σκληρίᾱς , σκληρία hardness fem acc pl σκληρίᾱς , σκληρία hardness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρίαν — σκληρίᾱν , σκληρία hardness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληριῶν — σκληρία hardness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρίαις — σκληρία hardness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρίη — σκληρία hardness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρίης — σκληρία hardness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρίῃ — σκληρία hardness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”